ξεθαρρεύω

ξεθαρρεύω
(Μ ξεθαρρεύω)
1. ανακτώ το θάρρος και την αυτοπεποίθηση μου, αναθαρρώ
2. (το μέσ.) ξεθορρεύομαι
εμπιστεύομαι κάποιον περισσότερο από όσο πρέπει
νεοελλ.
(το μέσ.) αποκτώ υπερβολικό θάρρος, γίνομαι αυθάδης, αποθρασύνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-θαρρῶ (εξ-εθάρρησα) κατά τα ρ. σε -εύω, με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος (βλ. και λ. ξ[ε]-)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξεθαρρεύω — ξεθαρρεύω, ξεθάρρεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεθαρρεύω — και ξεθαρρεύομαι ξεθάρρεψα και ξεθαρρεύτηκα, ξεθαρρεμένος 1. παίρνω θάρρος, γίνομαι αυθάδης, αναθαρρώ: Ξεθάρρεψε και αντιμιλά. 2. το μέσ., ξεθαρρεύομαι δείχνω εμπιστοσύνη σε κάποιον : Μην ξεθαρρεύεσαι σ αυτόν γιατί δεν έχει μπέσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεθάρρεμα — το [ξεθαρρεύω] 1. το αποτέλεσμα τού ξεθαρρεύω, ανάκτηση θάρρους, αναθάρρηση 2. αποθράσυνση …   Dictionary of Greek

  • ξαθαρρεμός — το [ξεθαρρεύω] ξαθάρρεμα …   Dictionary of Greek

  • ξεδειλιώ — άω αποβάλλω τη δειλία μου, παίρνω θάρρος, ξεθαρρεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + δειλιώ] …   Dictionary of Greek

  • χέρι — Το ακρότατο τμήμα του επάνω άκρου· ο σκελετός του αποτελείται από 27 οστά, 8 από τα οποία (ονομάζονται μικρά οστά του χ. ή καρπός), βρίσκονται διατεταγμένα σε δυο σειρές και συμμετέχουν από τη μια μεριά στην άρθρωση του καρπού, ενώ από την άλλη… …   Dictionary of Greek

  • ξεθάρρεμα — το, ατος το αποτέλεσμα του ξεθαρρεύω, απόκτηση θάρρους, εμπιστοσύνης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”